χρυσωρυχείο

χρυσωρυχείο
[хрисорихио] ουσ. о. золотые прииски,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρυσωρυχείο" в других словарях:

  • χρυσωρυχείο — το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ [χρυσωρύχος] ορυχείο χρυσού νεοελλ. μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο») …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρυχείο — το μεταλλείο χρυσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • χρυσείον — και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α 1. εργαστήριο χρυσοχόου 2. χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρύχιον — τὸ, Α [χρυσωρύχος] το χρυσωρυχείο …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρύχος — ο, ΝΜΑ άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό νεοελλ. μσν. εργάτης σε χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — το μέρος που σκάβεται συστηματικά για την εξαγωγή ορυκτών: Ορυχείο λιγνίτη (ή λιγνιτωρυχείο), χρυσού (χρυσωρυχείο) κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»